επιμέτρηση

επιμέτρηση
η (AM ἐπιμέτρησις) [επιμετρώ]
το να προστίθεται κάτι
νεοελλ.
φρ. «επιμέτρηση ποινής» — η προσαρμογή εκ μέρους τού δικαστηρίου τής ποινής που προβλέπει ο νόμος για αξιόποινη πράξη ανάλογα με τη βαρύτητα και τις συνθήκες τού τελεσθέντος εγκλήματος και την προσωπικότητα τού δράστη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επιμέτρηση — η 1. ηπροσμέτρηση, η προσθήκη. 2. (νομ.), φρ., «επιμέτρηση ποινής», ο καθορισμός και η προσαρμογή της ποινής που επιβάλλεται από το δικαστήριο ανάλογα με την αξιόποινη πράξη και την προσωπικότητα του δράστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… …   Dictionary of Greek

  • επιμετρώ — επιμέτρησα, επιμετρήθηκα, επιμετρημένος, μτβ. 1. προσθέτω κάτι σε άλλο, μετρώ ή δίνω επιπλέον. 2. (νομ.), φρ., «επιμετρώ ποινή», κάνω επιμέτρηση ποινής (βλ. επιμέτρηση 2) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρήξη — η / ῥῆξις, ήξεως, ΝΑ, και αιολ. τ. Fρῆξις, Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ρηγνύω, σπάσιμο, διάσπαση, άνοιγμα 2. ιατρ. βίαιη διάσπαση τών ιστών («ῥῆξεις πλευμόνων», Φιλόδ.) 3. ρήγμα, χάσμα νεοελλ. 1. (νομ.) βίαιη διάνοιξη τής εισόδου… …   Dictionary of Greek

  • δημόσιος λειτουργός — Κάθε πρόσωπο που συνεργάζεται συστηματικά για τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, είτε είναι δημόσιος υπάλληλος είτε όχι, όπως, για παράδειγμα, οι στρατιώτες, οι ένορκοι, οι δικηγόροι, οι ιδιώτες μέλη επιτροπών, συμβουλίων, εθελοντές ή τιμητικά …   Dictionary of Greek

  • ένορκοι — Δικαστικός θεσμός ο οποίος διαμορφώθηκε στον χώρο της αγγλοσαξονικής νομικής παράδοσης. Αναφέρεται σε ένα σώμα πολιτών, όχι δικαστών, από τους οποίους ζητείται, αφού δώσουν τον νόμιμο όρκο (απ’ όπου προέκυψε και ο όρος έ.) να αποφανθούν για τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”